- ὑπανισχούσης
- ὑπό , ἀνά-ἴσχωkeep backpres part act fem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπανίσχω — Α 1. ανατέλλω σιγά σιγά («ὑπανισχούσης τῆς σελήνης», Αιλ.) 2. βγαίνω έξω («ἀκρωνυχίαι πετρῶν ὑπανίσχουσι τοῡ ὕδατος», Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ἀνίσχω, άλλος τ. τού ἀνέχω «ανατέλλω»] … Dictionary of Greek